- προσηγορικός
- η , ό[ν]1) используемый для именования; 2) грамм, нарицательный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
προσηγορικός — ή, ό / προσηγορικός, ή, όν, ΝΜΑ [προσήγορος] φρ. «προσηγορικά ονόματα» ή απλώς «τα προσηγορικά» γραμμ. ουσιαστικά που σημαίνουν σύνολο προσώπων, ζώων ή πραγμάτων τού ίδιου είδους, λ.χ. άνθρωπος, γάτα, ποτάμι, τις αφηρημένες έννοιες, π.χ. ζωή,… … Dictionary of Greek
προσηγορικός — ή, ό (γραμμ.), για ονόματα, τα συνηθισμένα, όχι τα κύρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσηγορικά — προσηγορικός of neut nom/voc/acc pl προσηγορικά̱ , προσηγορικός of fem nom/voc/acc dual προσηγορικά̱ , προσηγορικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσηγορικῶν — προσηγορικός of fem gen pl προσηγορικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσηγορικόν — προσηγορικός of masc acc sg προσηγορικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσηγορικαί — προσηγορικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσηγορικοῖς — προσηγορικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσηγορικοῦ — προσηγορικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσηγορικωτέρῳ — προσηγορικός of masc/neut dat comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσηγορική — προσηγορικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσηγορικήν — προσηγορικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)